ὀρνιθόγονος

ὀρνιθόγονος
ὀρνῑθό-γονος, ον,
A sprung from a bird,

[Ἑλένη] E.Or.1385

(lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορνιθόγονος — ὀρνιθόγονος, ον (Α) (ποιητ., ως προσωνυμία τής Ελένης, κόρης τής Λήδας και τού κύκνου) αυτός που γεννήθηκε από γονική σπορά πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις , ιθος + γονος (< γένος < γίγνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ὀρνιθόγονον — ὀρνῑθόγονον , ὀρνιθόγονος sprung from a bird masc/fem acc sg ὀρνῑθόγονον , ὀρνιθόγονος sprung from a bird neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορνιθογονία — ὀρνιθογονία, ἡ (Α) [ορνιθόγονος] 1. η γένεση τών πτηνών 2. ως κύριο όν. Ὀρνιθογονία τίτλος συγγράμματος το οποίο μνημονεύεται από τον Φιλόχορο …   Dictionary of Greek

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek

  • ὀρνιθογόνους — ὀρνῑθογόνους , ὀρνιθόγονος sprung from a bird masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”